- ὑσσόν
- ὑσσόςjavelinmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὕσσον — ὑσσω hyssop pres part act masc voc sg ὑσσω hyssop pres part act neut nom/voc/acc sg ὑσσω hyssop imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὑσσω hyssop imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνάζω — ΝΜΑ [τέχνη] μέσ. τεχνάζομαι επινοώ, σοφίζομαι, σκαρφίζομαι νεοελλ. (το μέσ.) δολοπλοκώ, μηχανορραφώ μσν. (το μέσ.) μεταβάλλω κάτι με επινόηση («τινὲς τῶν μήλων τοὺς καρποὺς ἐρυθροὺς τεχνάζονται οὕτω», Γεωπ.) αρχ. 1. μεταχειρίζομαι, εφαρμόζω τέχνη … Dictionary of Greek